Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χνοωδώς — Α επίρρ. βλ. χνοώδης … Dictionary of Greek
χνοώδης — ες / χνοώδης, ῶδες, ΝΜΑ [χνόος / χνοῡς] 1. αυτός που μοιάζει με χνούδι 2. αυτός που καλύπτεται από χνούδι, χνουδωτός. επίρρ... χνοωδῶς Α με χνοώδη μορφή … Dictionary of Greek